ῥᾳθυμηθεῖσαν

ῥᾳθυμηθεῖσαν
ῥᾳθῡμηθεῖσαν , ῥᾳθυμέω
aor part pass fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χερσομανώ — έω, ΜΑ 1. (για έκταση γης) μένω ακαλλιέργητη και καλύπτομαι από άγρια βλάστηση 2. μτφ. γεμίζω ελαττώματα και αμαρτήματα, επειδή δεν έχω την κατάλληλη πνευματική καθοδήγηση («ἐκκλησίαν ῥᾳθυμηθεῑσαν και χερσομανήσασαν ἐξ ἀναρχίας», Γρηγ. Ναζ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”